μάννα

μάννα
Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν-χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή αυτή τροφή. Το μ., κατά την εβραϊκή παράδοση, εμφανιζόταν κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ήλιου, έμοιαζε με λευκό σπόρο ή με παγωμένη δροσιά και το μάζευαν αμέσως, γιατί με την ηλιακή θερμότητα έλιωνε. Η γεύση του ήταν γλυκιά και τρωγόταν ωμό ή βρασμένο. Με την τροφή αυτή οι Ιουδαίοι τράφηκαν σαράντα χρόνια. Σήμερα, ορισμένοι ταυτίζουν το μ. με το έκκριμα ενός δέντρου (φραξίνος) με το οποίο τρέφονται οι Βεδουίνοι, περισσότεροι όμως το ταυτίζουν με τον εδώδιμο καρπό ενός δέντρου που φυτρώνει στην Αίγυπτο και σε μερικές περιοχές του Σινά. Η χάραξη του φραξίνου είναι δυνατή από το δέκατο έτος της ηλικίας του. Ο χυμός που εκρέει, όταν έρθει σε επαφή με τον αέρα, μεταβάλλεται σε ασπροκίτρινα μικρά κομμάτια, αποτελούμενα από μείγμα νερού, οργανικών οξέων, σακχάρων, μαννιτών και ιξωδών ουσιών. Χρησιμοποιείται ως ελαφρό καθαρκτικό, ιδιαίτερα στην παιδιατρική. «Οι Εβραίοι μαζεύουν το μάννα», πίνακας του Ρομπέρτε (Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών, Λονδίνο).
* * *
(I)
και μάνα, η (Μ μάννα)
1. η μητέρα
2. μτφ. ο πρωταρχικός πυρήνας, η απαρχή
νεοελλ.
1. (συν. με την κτητ. αντων. μου) μάννα μου
λέγεται ως τρυφερή επίκληση προσφιλούς προσώπου
2. πηγή νερού, βρυσομάννα, νερομάννα, κεφαλόβρυσο, το σημείο τού εδάφους από όπου αναβλύζει νερό
3. πρωτότυπο έγγραφο
4. το κεντρικό αυλάκι νερού με το οποίο ποτίζονται αγροί ή κήποι
5. το λεπτό σχοινί από το οποίο κρέμονται τα άγκιστρα τού παραγαδιού, η δετηρία τού παραγαδιού
6. η μήτρα ενός σχοινιού που αποτελείται από πολλά νήματα, αλλ. φιτίλι, κολαούζος
7. το μόνιμα προσδεδεμένο άκρο σχοινιού τού συσπάστου ή τού πολυσπάστου
8. ο ξύλινος σκελετός τού χαρταετού
9. η χαρτογραφική πλάκα από την οποία εκτυπώνονται οι γεωγραφικοί χάρτες
10. (σε μερικά παιχνίδια) α) ο πρώτος από τους παίκτες, ο αρχηγός τής ομάδας
β) το σημείο αφετηρίας ή τέρματος
11. (στο τάβλι) το πρώτο πούλι στην εσώτατη στήλη («μού έπιασε τη μάννα»)
12. φρ. α) «είναι μάννα στο...» — είναι πολύ επιτήδειος σε κάτι
β) «όπως τόν γέννησε η μάννα του» — ολόγυμνος
γ) «να τρώει η μάννα και τού παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο φαγητό
δ) «μάννα μου!» — λέγεται ως επιφώνημα έντονου συναισθήματος, δηλαδή πόνου, λύπης, φόβου, έκπληξης, θαυμασμού
13. παροιμ. α) «έχασ' η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα» — λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλης κοσμοσυρροής και αταξίας
β) «λούζεις με, χτενίζεις με, ξέρω ποια 'ναι η μάννα μου» — οι φροντίδες από ξένο άτομο δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μητρική στοργή
γ) «κατά μάννα κατά κύρη κατά γιο και θυγατέρα» — τα παιδιά μοιάζουν συνήθως ως προς τον χαρακτήρα στους γονείς τους
μσν.
1. η μητρόπολη
2. φρ. «μάννας υἱός» — ανδρείος, γενναίος, τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με ανομοιωτική τροπή τών -μ- σε -ν-. Το ουσιαστικό μάννα εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε νεοελλ. ονόματα με μεγεθ. σημ. (πρβλ. καβουρομάννα), στα οποία η λ. μάννα προσδίδει την έννοια τού μεγάλου και αντιπροσωπευτικού είδους ανάμεσα σε μικρότερα ομοειδή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αβγομάννα, αγγουρομάννα, αετομάννα, βρυσομάννα, θαλασσομάννα, καβουρομάννα, μαξιλαρομάννα, μαρουλομάννα, μελισσομάννα, νερομάννα, ορτυκομάννα, περδικομάννα, ποντικομάννα, σταυρομάννα, φελλομάννα, φιδομάννα, χταποδομάννα].
————————
(II)
μάννα και μάννη, ἡ (Α)
φρ. α) «μάννα λιβάνου» ή, απλώς, «μάννα» — σκόνη ή μικρό τεμάχιο, κόκκος λιβάνου
β) «μάννα λιβανωτοῡ» — το κόμμι τού δένδρου λίβανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
————————
(III)
το (AM μάννα, τὸ και μάννα, ή, Α και μάννη, ἡ)
η θεόπεμπτη τροφή τών Εβραίων που αντικατέστησε τον άρτο στην έρημο («οἱ πατέρες ἡμῶν μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμω», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κάθε απροσδόκητο αγαθό
2. σακχαρούχες εκκρίσεις διαφόρων φυτών, εδώδιμες ή φαρμακευτικές, ως επί το πλείστον καθαρτικές
3. φρ. α) «μάννα τών Εβραίων» — κοινή ονομασία τού φυτού λεκάνορα
β) «μάννα τού ουρανού» — κοινή ονομασία του φυτού Cyperus esculentus.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό mān].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάννα — μάννᾱ , μάννα powder fem nom/voc/acc dual μάννα powder fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννᾳ — μάνναι , μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννα — το άκλ. (λ. εβρ.) 1. τροφή που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός στους Εβραίους κατά τη μακρόχρονη πορεία τους στην έρημο, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο. 2. μτφ., το καλό που είναι απροσδόκητο: Η κληρονομιά τού ήρθε μάννα γιατί είχε πολλά χρέη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μάννα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 296 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμουπόλεως του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μάννας — μάννᾱς , μάννα powder fem acc pl μάννᾱς , μάννα powder fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνναι — μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνναν — μάννα powder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννης — μάννα powder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάννῃ — μάννα powder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”